- διέρχομαι
- (AM διέρχομαι) [έρχομαι]1. περνώ ανάμεσα2. (αμτβ.) (για χρόνο) περνώ3. (για σωματικά και ψυχικά πάθη) υποφέρω, περνώνεοελλ.1. (με ουσ. που δηλώνει χρόνο) κάνω κάτι στη διάρκεια τού χρόνου που δηλώνει το ουσιαστικό («διέρχεται τον καιρό του παίζοντας χαρτιά»)2. (για ποινή) επιβάλλομαι («πικρὰ παρὰ τῶν Ρωμαίων εἰς αὐτὸν διέλθη ποινή», Δούκας).μσν.προσχωρώ σε κάτι, συμφωνώαρχ.1. διαπερνώ απ' άκρη σ' άκρη, συμπληρώνω, ολοκληρώνω2. (για φήμη) (στο γ' πρόσ.) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι3. (για πόνο) διαπερνώ4. φθάνω κάπου5. διηγούμαι με λεπτομέρειες6. επεμβαίνω, ανακατώνομαι7. προχωρώ, προβαίνω («εἰς σύμβασιν διελθεῑν»)8. διατρυπώ, διασχίζω9. φρ. α) «ἐμὲ διὲρχεταί τι» — μού 'ρχεται στο μυαλόβ) «διέρχομαι τὸν βίον» — περνώ τη ζωή.
Dictionary of Greek. 2013.